πρων

πρων
    I.
    πρών
    -ῶνος, эп. тж. πρώων, ώονος ὅ [πρό]
    1) мыс или (небольшой) полуостров
    

π. ἅλιος Aesch. — морской мыс

    2) гора
    

πρῶνες Λοκρῶν Soph. — горы Локриды

    II.
    πρῶν
    стяж. adv. = πρώην

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πρων" в других словарях:

  • Πρών — foreland masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρών — foreland masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρών — (I) ῶνος και ωνός και επικ. εκτεταμένος τ. πρώων και επικ. ασυναίρ. τ. πρηών, ῶνος και ποιητ. τ. πρεών, όνος, ὁ, Α 1. το προεξέχον τμήμα γης ή όρους και, ιδίως, λόφος που προεκτείνεται προς τη θάλασσα, ακρωτήριο 2. φρ. «Δελφὸς πρών» ο Παρνασσός.… …   Dictionary of Greek

  • Πρῶν' — Πρῶνα , Πρών foreland masc acc sg Πρῶνε , Πρών foreland masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρῶν' — πρῶνα , πρών foreland masc acc sg πρῶνε , πρών foreland masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρωνί — Πρών foreland masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωνί — πρών foreland masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρωνῶν — Πρών foreland masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωνῶν — πρών foreland masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πρωνός — Πρών foreland masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωνός — πρών foreland masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»